εφέλκυση

εφέλκυση
[-ις (-εως)] η
1) привлечение, притягивание; 2) растягивание, вытягивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εφέλκυση" в других словарях:

  • εφέλκυση — η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω] προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα …   Dictionary of Greek

  • ἐφελκύσῃ — ἐφελκύσηι , ἐφέλκυσις attraction fem dat sg (epic) ἐφέλκω drag aor subj mid 2nd sg ἐφέλκω drag aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»